- ἐξίσταμαι
- ἐξ|ίσταμαι выходить из себя, приходить в исступление (ср. ἔκστασις ≃ исступление; экстаз)
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
εξίσταμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ., στην έκφραση απορώ και εξίσταμαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από … Dictionary of Greek
ἐξίσταμαι — ἐξίστημι displace pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαναστένομαι — εξίσταμαι, αναστατώνομαι, γίνομαι εκτός εαυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + στένομαι «σηκώνομαι, εξίσταμαι»] … Dictionary of Greek
дивлюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἐξίσταμαι, θαυμάζω) удивляюсь (Быт. 43, 33), смотрю с уважением… … Словарь церковнославянского языка
изумляюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἐκπλήσσομαι) схожу с ума, делаюсь… … Словарь церковнославянского языка
ужасаюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = глаг. (греч. ἐξίσταμαι) удивляюсь, изумляюсь; (θάπτω,… … Словарь церковнославянского языка
έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β … Dictionary of Greek
εξεστηκός — και ξεστηκός, ο βλ. εξίσταμαι … Dictionary of Greek